- πρασόεις
- πρᾰσό-εις, εσσα, εν, (A
πράσον 11
) overgrown with seaweed, Opp.H.1.107.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πράσον 11
) overgrown with seaweed, Opp.H.1.107.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρασόεις — εσσα, εν, Α πρασοειδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράσον + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
πρασόεσσαν — πρασόεις overgrown with seaweed fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek